- ρεβιζιονιστής
- ο , ρεβιζιονίστρια η ревизионист, -ка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρεβιζιονιστής — ο, θηλ. ρεβιζιονίστρια, Νοπαδός τού ρεβιζιονισμού, αυτός που αναθεωρεί βασικές αρχές τής μαρξιστικής πολιτικής ή θεωρίας, αλλ. αναθεωρητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. revisionist (βλ. ρεβιζιονισμός)] … Dictionary of Greek
ρεβιζιονιστής — ο οπαδός του ρεβιζιονισμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρεβιζιονιστικός — ή, ό, Ν [ρεβιζιονιστής] αυτός που έχει σχέση με τον ρεβιζιονισμό, αναθεωρητικός … Dictionary of Greek